αντέγκλημα
Смотреть что такое "αντέγκλημα" в других словарях:
αντέγκλημα — ἀντέγκλημα, το (AM) [αντεγκαλώ] η αντικαταγγελία, η αντικατηγορία … Dictionary of Greek
ἀντέγκλημα — counter claim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκλημάτων — ἀντέγκλημα counter claim neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκλήμασι — ἀντέγκλημα counter claim neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκλήματα — ἀντέγκλημα counter claim neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκλήματι — ἀντέγκλημα counter claim neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκλήματος — ἀντέγκλημα counter claim neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)