αντέγκλημα

αντέγκλημα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αντέγκλημα" в других словарях:

  • αντέγκλημα — ἀντέγκλημα, το (AM) [αντεγκαλώ] η αντικαταγγελία, η αντικατηγορία …   Dictionary of Greek

  • ἀντέγκλημα — counter claim neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεγκλημάτων — ἀντέγκλημα counter claim neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεγκλήμασι — ἀντέγκλημα counter claim neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεγκλήματα — ἀντέγκλημα counter claim neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεγκλήματι — ἀντέγκλημα counter claim neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεγκλήματος — ἀντέγκλημα counter claim neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»